- χρυσούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν(για άμμο, χώμα, πέτρωμα) αυτός που περιέχει χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -ούχος* (< έχω), πρβλ. θει-ούχος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek